γυναικόμασθος

γυναικόμασθος
γῠναικό-μασθος or [suff] γῠναικό-μαστος, ον,
A having breasts like a woman: -μασθον, τό, abnormal development of the mamma, Gal.19.444, cf. Paul.Aeg.6.46.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυναικόμαστος — ο (Α γυναικόμασθος) άντρας που πάσχει από γυναικομαστία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”